Στα βάθη της αρχαιότητας έχει τις ρίζες της η Κωπηλασία. Στην Ιλιάδα περιγράφεται το ξεκίνημα του ελληνικού στόλου με ιδιαίτερη έμφαση στον ρυθμό των κωπηλατών. Στην Οδύσσεια αναφέρεται ότι οι Φαίακες επέλεξαν πλήρωμα πενήντα δύο εκλεκτών κωπηλατών για την επάνδρωση καινούργιου σκάφους. Ήταν τόσο καλοί μάλιστα ώστε δεν χρειάζονταν ούτε πηδαλιούχο, ούτε πηδάλιο.
Η κωπηλασία είναι ένα άθλημα με ιστορική παράδοση στη χώρα μας, το οποίο πρωτοεμφανίζεται στην Ελλάδα το 1885 με την ίδρυση του Ομίλου Ερετών (ερέτης: κωπηλάτης) στον Πειραιά. Αποτελεί ένα από τα βασικά αθλήματα των Ολυμπιακών Αγώνων.
Το άθλημα της κωπηλασίας ανήκει στην κατηγορία των αθλημάτων διαρκούς αντοχής. Είναι ένα σύνθετο άθλημα που γυμνάζει συμμετρικά όλο το σώμα, απαιτεί αυτοπειθαρχία, συγκέντρωση και πλούσια ψυχικά προσόντα.
Εκτελείται με ειδικά μακρόστενα σκάφη, που έχουν ολκωτά σέλματα (κινητά καθίσματα) και φορητούς σκαρμούς (σιδερένιος άξονας μέσα στον οποίο τοποθετείται το κουπί) που στερεώνονται στα πλευρά.
Τα αγωνίσματα
Τα αγωνίσματα της κωπηλασίας διακρίνονται σε κατηγορίες, ανάλογα με τον αριθμό των κωπηλατών που απαρτίζουν το κάθε πλήρωμα.
- Το απλό σκίφ (με έναν κωπηλάτη),
- το διπλό σκίφ (με δύο),
- το τετραπλό σκίφ (με 4),
- το δίκωπο (με 2 κωπηλάτες),
- το τετράκωπο (με 4) και το οκτάκωπο(με 8).
Η διαφορά διπλού-δικώπου έγκειται στον αριθμό των κουπιών που αντιστοιχούν στον κάθε αθλητή. Στην πρώτη περίπτωση:2 κουπιά ανά αθλητή, στη δεύτερη:1 κουπί ανά αθλητή.
Ο εναρμονισμένος ρυθμός, η συλλογική προσπάθεια και η έντονη επικοινωνία με την φύση είναι βασικά στοιχεία κάθε κωπηλατοδρομίας. Η εκτέλεση του αθλήματος είναι δυνατή τόσο σε θάλασσες, λίμνες και ποταμούς όσο και σε κλειστούς χώρους με τη χρήση ειδικών μηχανημάτων( εργόμετρο), που προσομοιώνουν την κωπηλατική κίνηση.